- επιφημισμός
- ἐπιφημισμός, ὁ (Α) [επιφημίζω]αφιέρωση, ιδίως με επίκληση τού ονόματος τού θεού στον οποίο γίνεται η αφιέρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιφημισμοῖς — ἐπιφημισμός dedication masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφημισμόν — ἐπιφημισμός dedication masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)